σεπτοπροσκυνητός

σεπτοπροσκυνητός
-ή, -όν, Μ
άξιος σεβασμού και προσκύνησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεπτός + προσκυνητός (< προσκυνῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”